- ὁροφύλακας
- ὁροφύλαξcurator of boundary-stonesmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οροφύλακας — ο (Α ὁροφύλαξ, ιων. τ. οὐροφύλαξ) νεοελλ. στρατιώτης τής οροφυλακής ή υπάλληλος που ανήκε στην υπηρεσία φρούρησης τών συνόρων αρχ. 1. ο έφορος τών οροσήμων 2. ο φύλακας τών συνόρων 3. αυτός που διατηρεί, που διαφυλάσει τα όρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρος … Dictionary of Greek
οροφύλαξ — (I) ὁροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. οροφύλακας. (II) ὀροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ] … Dictionary of Greek
ουροφύλαξ — οὐροφύλαξ, ὁ (Α) βλ. οροφύλακας … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek